περιτροχάζω

περιτροχάζω
ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτροχάζειν — περιτροχάζω walk round pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχάζουσαι — περιτροχάζω walk round pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχάζων — περιτροχάζω walk round pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχάσει — περιτροχά̱σει , περιτροχάω aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω fut ind act 3rd sg (doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω aor subj act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχάουσι — περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl (epic) περιτροχάζω walk round fut part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχόωσι — περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres subj act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres subj act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχόωσιν — περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres subj act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres part act masc/neut dat pl (epic) περιτροχάω pres subj act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχασμός — και περιτροχισμός, ὁ, Α [περιτροχάζω] το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιτροχᾶς — περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάω pres ind act 2nd sg (doric) περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάω pres ind act 2nd sg (doric) περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάζω walk round fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχάοιεν — περιτροχάω pres opt act 3rd pl (epic) περιτροχάω pres opt act 3rd pl (epic) περιτροχάζω walk round fut opt act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”